- ακραγής
- ἀκραγής, -ὲς (Α)1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἔκραγον, κράζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκραγής — not barking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραγεῖς — ἀκραγής not barking masc/fem acc pl ἀκραγής not barking masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραγές — ἀκραγής not barking masc/fem voc sg ἀκραγής not barking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)